-
1 προλαμβάνω
A- λήψομαι Isoc.6.16
: [tense] aor. προὔλαβον:—[voice] Pass., v. infr.1.5:— take or receive before,τὴν πόλιν Lys.26.9
codd.;τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9
; ἀργύριον π. receive money in advance, Id.50.14, 35;τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172
;τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166
;ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16
, etc.; also (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37;γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15
(Epid., ii A.D.);π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162
; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—[voice] Pass., to be contained in advance,ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst. 103
.2 take or seize beforehand, Aeschin. 3.142;τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24
;ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26
; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that.., Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—[voice] Pass.,σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3
.b get or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.);π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1
.5 assume in advance,τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr. 253
; προειλήφθω.. δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.II to be beforehand with, anticipate,1 c. acc. pers., get the start of,τὰς κύνας X.Cyn.5.19
, v. infr. 3;π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29
; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e;π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3
, cf. CP3.24.3: c. gen. pers., ; ἵνα μὴ -λημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel. 339 (lyr.), Ion 407;τὸν καιρόν Plb.9.14.12
, cf. Plu.Cam.34, etc.;τὸν ὄρθρον Luc.Am.15
; of mental anticipation,π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA 765a28
;τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7
, cf. 3.1.7;τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8
;π. ὅτι.. Plu.2.102e
, etc.3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105;πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2
(but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας); π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33
; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh. 1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph. 1050b5.4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7;τῇ διανοίᾳ Arist.Fr. 660
;τῇ φυγῇ Plu.Alex.20
, Cic.47.5 c. inf.,προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8
.8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.b anticipate the event, prejudge,ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14
;οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως..
by anticipation,X.
Cyr.1.2.3; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):— [voice] Med.,προλαμβάνου Men.701
:—[voice] Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3; what precedes,Procop.
Vand.2.16; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge,οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13
, cf. Sign.22:—[voice] Med., Id.D.1.13:— [voice] Pass., Id.Oec.p.57 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλαμβάνω
См. также в других словарях:
προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek